επικαίνυμαι

επικαίνυμαι
ἐπικαίνυμαι (AM)
(αμτβ.) υπερβαίνω, υπερτερώ
αρχ.
παθ. στολίζομαι ή είμαι εφοδιασμένος με κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καίνυμαι «υπερέχω, νικώ, είμαι στολισμένος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”